- εξωτικός
- και ξωτικός, -ή και -ιά, -ό (AM ἐξωτικός, -ή, -όν)αυτός που προέρχεται από το εξωτερικό, ξένος («εξωτικά φυτά»)μσν.- νεοελλ.1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος2. ο υπερβολικά όμορφος («εξωτική ομορφιά»)3. το θηλ. ως ουσ. (ε)ξωτικιά και ξωθιάα) νεράιδαβ) πολύ όμορφη γυναίκα4. το ουδ. ως ουσ. το (ε)ξωτικόκάθε είδους δαιμόνιο ή στοιχειόμσν.1. τρελός, έξαλλος («πάσχει ὥσπερ πάσχουσιν οἱ ἐξωτικότεροι»)2. ο ξένος προς την οικογένεια τού διαθέτηαρχ.-μσν.1. αυτός που βρίσκεται ή ζει μακριά από μια περιοχή2. ο ξένος προς την οικογένεια, όχι συγγενής3. ο μη χριστιανός4. αυτός που δεν ανήκει στις τάξεις τού κλήρουαρχ.1. αυτός που γίνεται έξω από το σπίτι2. αμύητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + -τικός, όπου το -τ- οφείλεται πιθανώς σε αναλογία προς τα παραθετικά (εξωτέρω, εξωτάτω) και παράγωγα τού έξω (εξώ-τ-ερος). Το θηλ. τού επιθ. εξωτικιά ως ουσιαστικό εξελίχθηκε φωνητικώς στο γνωστό ξωθιά «νεράιδα» (εξωτικιά > ξωτικιά ξωτ'κιά > ξωτ'χιά > ξωθιά)].
Dictionary of Greek. 2013.